ἑλιξόπορος

ἑλιξόπορος
ἑλιξό-πορος, ον,
A revolving,

ἄτρακτος Procl.H.1.48

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ελιξόπορος — ἑλιξόπορος, ον (Α) αυτός που ακολουθεί ελικοειδή πορεία. [ΕΤΥΜΟΛ. ελιο και λιο (αντί ελαιο ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι αυτό που σημαίνει το β συνθετικό ανήκει ή αναφέρεται στην ελιά ή προέρχεται από αυτήν (ελιόδεντρο, λιόδυλο)] …   Dictionary of Greek

  • ἑλιξοπόροισιν — ἑλιξόπορος revolving masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”